ζωοδοτήρ

ζωοδοτήρ
ζωοδοτήρ
giver of life
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ζωοδοτήρ — ζωοδοτήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. ζωοδότειρα (Α) αυτός που δίνει, που παρέχει ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + δοτήρ (< δίδωμι)] …   Dictionary of Greek

  • ζωοδότειρα — και ζωοδότρια και ζωοδότις, η (Α ζωοδότειρα) βλ. ζωοδότης και ζωοδοτήρ. [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. τού ζωοδοτήρ] …   Dictionary of Greek

  • ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… …   Dictionary of Greek

  • ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”